- δρακοντόμῑμος
- δρακοντό-μῑμος, Drachen darstellend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δρακοντομίμοις — δρακοντόμιμος serpent like masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek